ἀλείφω
Izskats
Skaidrojums
[labot šo sadaļu]Sengrieķu valodas darbības vārds.
Sinonīmi
[labot šo sadaļu]ἀνατρίβω, ἀπομάσσω, ἀποσφραίνω, ἐγχρίω, ἐκμάσσω, ἐκτρίβω, ἐλαιόομαι, ἐναλείφω, ἐντρίβω, ἐξαλείφω, ἐπικνάω, ἐπιξύω, ἐπισμάω, ἐπιτρίβω, ἐπιχρίω, καταλείφω, καταπλάσσω, καταχρίω, κλύζω, κνάω, λῐπαίνω, μυρίζω, ξηραλοιφέω, προσαλείφω, προσανατρίβω, προσομόργνυμαι, προστρίβω, προσχρώννυμι, συναλείφω, ὑποκονίομαι, χειραλεπτέω, χειροβλημάομαι, χρίω.