Kategorija:Sengrieķu valoda
Izskats
Sena kulturālā valoda, mūsdienu grieķu valodas māte.
Apakškategorijas
Šai kategorijai ir 11 apakškategorijas, no kurām ir redzamas 11.
G
- grc:Veidnes (11 L)
S
- Sengrieķu valodas darbības vārdi (499 L)
- Sengrieķu valodas lietvārdi (1 025 L)
- Sengrieķu valodas saikļi (7 L)
- Sengrieķu valodas īpašības vārdi (342 L)
Raksti, kas ietverti kategorijā "Sengrieķu valoda".
Šajā kategorijā kopā ir 1 968 lapas, šobrīd ir redzamas 200 no tām.
(iepriekšējā lapa) (nākamā lapa)G
- Veidne:-grc-
- Ήλιος
- αὔξησις
- αὔξω
- αὔρα
- αὔριον
- αὖος
- αὐγή
- αὐδάω
- αὐδή
- αὐθάδεια
- αὐθάδισμα
- αὐλή
- αὐλός
- αὐλών
- αὐλικός
- αὐτόγραφον
- αὐτόνομος
- αὐτόπτης
- αὐτός
- αὐτεξούσιον
- αὐτοκεφαλία
- αὐτομάρτυς
- αὐτονομία
- αὐτοφυές
- αὐχήν
- αἰόλος
- αἰών
- αἰώρα
- αἰγίς
- αἰγόκερως
- αἰγανέη
- αἰγιαλός
- αἰγινομεύς
- αἰδέομαι
- αἰδώς
- αἰδημόνως
- αἰζήϊος
- αἰζηός
- αἰθάλη
- αἰθήρ
- αἰπός
- αἰσθάνομαι
- αἰσθητικός
- αἰσχύνη
- αἰσχρός
- αἰσχρότης
- αἰτέω
- αἰτία
- αἰχμή
- αἱμός
- αἱρέω
- αἲγεορος
- αἲγλη
- αἲθος
- αἲθω
- Αἴγυπτος
- αἴδεσις
- αἴθαλος
- αἴκισμα
- αἴλουρος
- Αἴνεια
- αἴνη
- αἴνιγμα
- αἴνυμαι
- αἴνω
- αἴξ
- αἴρω
- αἴσθημα
- αἴσῐμος
- αἴτιον
- αἴτιος
- αἵρεσις
- αἶσα
- αἶσχος
- αἶψα
- αἷμα
- βάγμα
- βάδην
- βάζω
- βάθος
- βάθραχος
- βάθρον
- βάκτρον
- βάκχη
- βάλανος
- βάλλω
- βάπτισμα
- βάπτω
- βάραθρον
- βάρβαρος
- βάρος
- βάσανος
- βάσις
- βάσκανος
- βάτος
- βάϊς
- βέκος
- βέλος
- βέμβιξ
- βένθος
- βήμα
- βήξ
- βήσσω
- βίβλος
- βίος
- βόθρος
- βόλιτον
- βόμβος
- βόμβυξ
- βόνασος
- βόρβορος
- βόρειος
- βόσκω
- βόστρυχος
- βότρυς
- βύβλος
- βύθιος
- βύρσα
- βύσμα
- βύσσος
- βύω
- βαίνω
- Βαβυλών
- Βαβυλώνιος
- βαδίζω
- βαθύνω
- βαθύς
- βαθμός
- βαιός
- βακτηρία
- βακχίς
- βαλανάγρα
- βαλανεῖον
- βαπτίζω
- βαπτισμός
- βαπτιστήριον
- βαπτιστής
- βαρέω
- βαρέως
- βαρύθυμος
- βαρύνω
- βαρύς
- βαρύτης
- βαρύτιμος
- βαρύφρων
- Βαραββᾶς
- βαρυόργητος
- βασίλεια
- βασίλειον
- βασανίζω
- βασανισμός
- βασανιστής
- βασιλεία
- βασιλεύς
- βασιλεύω
- βασιλικός
- βασκαίνω
- βασκαντικός
- βαστάζω
- βατταρίζω
- βαΰζω
- βαφή
- βαφεύς
- βδάλλω
- βδέλλα
- βδέω
- βδελύσσομαι
- βεβαιότης
- βελόνη
- βῆσσα
- βησσήεις
- βητάρμων
- βιατάς
- βιβρώσκω
- βλάβη
- βλάμμα
- βλάψις
- βλέννος
- βλέπω
- βλέψις
- βλίττω
- βλύζω
- βλώσκω
- βλαβέν
- βλαστός
- βλεφαρίς
- βλῆμα
- βλῆτρον
- βληχρός
- βλιτάς
- βλοσυρός
- βοάω
- βοήθεια
- βοήθημα
- βούβαλος
- βούλομαι
- βομβυλιός
- βορά
- Βορέας