εἰσπληρόω
Izskats
Skaidrojums
[labot šo sadaļu]Sengrieķu valodas darbības vārds.
Sinonīmi
[labot šo sadaļu]ἀπομεστόω, διαλφιτόω, διαμεστόω, ἐπιπίμπλημι, ἐπιστέφω, μεστόω, συμπληθύω, ὑπερεμπίμπλημι, ὑποπλήθω.
Sengrieķu valodas darbības vārds.
ἀπομεστόω, διαλφιτόω, διαμεστόω, ἐπιπίμπλημι, ἐπιστέφω, μεστόω, συμπληθύω, ὑπερεμπίμπλημι, ὑποπλήθω.